- ῥαβδούχῳ
- ῥάβδουχοςone who carries a rodmasc dat sgῥαβδού̱χῳ , ῥαβδοῦχοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ραβδουχώ — έω, Α [ῥαβδοῡχος] 1. είμαι ραβδούχος, κρατώ ράβδο, ιδίως ως ένδειξη τής αρχής, τής εξουσίας ή τού αξιώματος που έχω 2. (για τους Ρωμαίους ραβδούχους) φέρω τις δέσμες ράβδων με τον πέλεκυ στο μέσον και προπορεύομαι τών αρχόντων προκειμένου να… … Dictionary of Greek